10 Ιανουαρίου 49π.Χ.: Όταν… «ο κύβος ερρίφθη»
Ο Ρουβίκωνας (Ιταλικά: Rubicone) είναι μικρός ποταμός στη βόρεια Ιταλία που χύνεται στην Αδριατική θάλασσα και βρίσκεται βόρεια του Ρίμινι και νότια της Τσεζένα. Η ελληνική φράση «διαβαίνω τον Ρουβίκωνα» αναφέρεται όταν κάποιο άτομο λαμβάνει εν γνώσει του μια ριψοκίνδυνη και συγχρόνως τελεσίδικη απόφαση…Μια τέτοια απόφαση είχε πάρει ο Ιούλιος Καίσαρας το 49 π.Χ. έτοιμος να αλλάξει μια και καλή την μορφή της παρακμάζουσας Ρωμαικής Δημοκρατίας,που δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν θέλει να γίνει αυτοκρατορία ή να παραμείνει μια επαρχία του εαυτού της.Μια κίνηση και φράση του σπουδαίου αυτού άνδρα έμελε να στιγματίσει απο μια στιγμή έως μια αιωνιότητα την μοίρα του ίδιου αλλά και μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας.Η φράση ”alea jacta est” μτφρ: “Ο κύβος ερρίφθη” που άνηκε στον Έλληνα συγγραφέα της Ελληνιστικής εποχής Μένανδρο,του οποίου θαυμαστής υπήρξε ο Καίσαρας αποτέλεσε σόφισμα ,πνοή αλλά και διδαχή απόφασης που θα άλλαζε το ρου της ιστορίας.Την περιώνυμη αυτή φράση αναφέρει ο Σουητώνιος στο έργο του “Βίος του Καίσαρος, (Suetonius, Vita Divi Iuli, 121 CE, 33)”. Θεωρείται ότι την αναφώνησε ο Ιούλιος Καίσαρ προετοιμαζόμενος να διασχίσει τη γέφυρα του ποταμού Ρουβίκωνα.
Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή νομοθεσία, κάθε στρατηγός που πλησίαζε στην Ιταλία από Βορρά έπρεπε να διαλύσει τον στρατό του προτού διασχίσει τη γέφυρα του ποταμού αυτού, ο οποίος αποτελούσε το φυσικό βόρειο σύνορο μεταξύ της κυρίως Ιταλίας και των βορείων επαρχιών. Ο νόμος αυτός αποσκοπούσε στην προστασία της δημοκρατίας της Ρώμης από εσωτερικούς στρατιωτικούς κινδύνους: οι παραβάτες στρατηγοί και οι άνδρες τους εθεωρούντο ένοχοι εσχάτης προδοσίας και ιεροσυλίας, κάτι που επέσυρε την ποινή του θανάτου.
Ο Καίσαρ, ο οποίος φυσικά γνώριζε τον νόμο, αμφιταλαντεύθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα προτού αποφασίσει να διαβεί τον Ρουβίκωνα με συντεταγμένο στρατό. Έτσι έμεινε η φράση αυτή παροιμιώδης, να λέγεται σε περιπτώσεις που μετά από πολλές σκέψεις και αμφιταλαντεύσεις λαμβάνεται οριστική απόφαση με πλήρη επίγνωση των συνεπειών που μπορεί να προκύψουν και την ανάγκη αντιμετώπισης αυτών.
Ο Καίσαρας ήξερε πάρα πολύ καλά πως για να βρεί επιτέλους η Ρώμη της ταυτότητα της θα έπρεπε οι Ρωμαίοι να αλληλοχτυπηθούν για μια τελευταία φορά. Στη ρωμαϊκή εποχή, κατά τη ρεπουμπλικανική περίοδο, ο νόμος απαγόρευε στους Ρωμαίους στρατηγούς να τον διαβούν με τις λεγεώνες τους. Το μέτρο αποσκοπούσε στο να αποτρέψει την είσοδο στρατού στην Ιταλία, επομένως και το ενδεχόμενο πραξικοπήματος ή εμφυλίου πολέμου. Στις 10 Ιανουαρίου του 49 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας διέσχισε τον ποταμό Ρουβίκωνα και κήρυξε πόλεμο εναντίον της Ρωμαϊκής Συγκλήτου και του πρώην συμμάχου του, Πομπήιου. Στη Ρώμη σύντομα διαπίστωσαν ότι «διέβη τον Ρουβίκωνα», δηλαδή επέλεξε τον πόλεμο.
Ο Καίσαρας και ο Πομπήιος ήταν παλιοί σύμμαχοί. Το 60 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Γνάιος Πομπήιος και ο Μάρκος Κράσσος δημιούργησαν μία ανεπίσημη Τριανδρία, για να επεκτείνουν τα συμφέροντά τους. Εκμεταλλεύτηκαν την τεράστια περιουσία του Κράσσου, τις στρατιωτικές επιτυχίες του Πομπήιου στην Ανατολή και τη δημοφιλία του Καίσαρα, για να εξασφαλίσουν το ανώτατο αξίωμα στη Ρώμη. Το 59 π.Χ. ο Πομπήιος και ο Καίσαρας εκλέχθηκαν Ύπατοι της Ρώμης. Επισφράγισαν τη συμμαχία τους, όταν ο Πομπήιος παντρεύτηκε την Ιουλία, την κόρη του Καίσαρα. Ο Πομπήιος έμεινε στη Ρώμη, για να διευθύνει τις υποθέσεις της Συγκλήτου, ενώ ο Καίσαρας αναχώρησε για την εκστρατεία του στη Γαλατία. Η εκστρατεία δεν είχε την επίσημη έγκριση της Συγκλήτου, αλλά ήταν τέτοια η ισχύς της τριανδρίας, που κανείς δεν τόλμησε να την εμποδίσει.
Το 54 π.Χ. πέθανε η Ιουλία και ένα χρόνο μετά, ο Μάρκος Κράσσος. Οι τελευταίοι συνδετικοί κρίκοι των δύο ανδρών, δηλαδή του Καίσαρα και του Πομπηίου, είχαν χαθεί. Οι απύθμενες φιλοδοξίες τους δεν άργησαν να τους οδηγήσουν στη σύγκρουση.
Ο Πομπήιος τάχθηκε με τους συντηρητικούς της Συγκλήτου, που ήθελαν πάση θυσία να σταματήσουν τον Καίσαρα, γιατί φοβόνταν ότι θα προσπαθούσε να γίνει δικτάτορας της Ρώμης. Σε κάθε του ενέργεια, έβλεπαν την επιβεβαίωση των χειρότερων φόβων τους. Πεπεισμένοι ότι η δύναμη του Καίσαρα αποτελούσε απειλή για την ύπαρξή τους, οι αντίπαλοί του μεθόδευσαν τις πολιτικές καταστάσεις έτσι ώστε να επιφέρουν τον αφανισμό του. Σε κατ’ιδίαν συζητήσεις και σε δημόσιες αντιπαραθέσεις, άρχισαν να υπονομεύουν και να καταγγέλλουν ανοιχτά τον Καίσαρα.
Η Σύγκλητος πέρασε ένα διάταγμα γνωστό ως Ύστατο Δόγμα της Συγκλήτους (senatus consultum ultimum) που παρείχε τη δυνατότητα στους υπάτους και σε άλλους δικαστές να πράξουν ό,τι θεωρούσαν αναγκαίο για να υπερασπιστούν το αβασίλευτο πολίτευμα. Πρακτικά, το διάταγμα πετύχαινε δύο πράγματα: ανέστελλε το δικαίωμα αρνησικυρίας που είχαν οι εκπρόσωποι των πληβείων, αλλά και των στρατιωτικών στα διατάγματα της Συγκλήτου, και κήρυττε τον Καίσαρα δημόσιο εχθρό του κράτους.Οι πολιτικοί σύμμαχοι του Καίσαρα φοβούνταν για την ασφάλειά τους, και δικαιολογημένα. Γνώριζαν ότι το αξίωμα του τριττυάρχου δεν ενείχε πλέον κανένα πολιτικό πλεονέκτημα- χωρίς το δικαίωμα της αρνησικυρίας, δεν είχαν τρόπο να ελέγξουν την επιθετικότητα των συγκλητικών. Έφυγαν κρυφά από τη Ρώμη με μια νοικιασμένη άμαξα και πήγαν αμέσως στον Καίσαρα. Η επιβολή της πολιτικής βούλησης δια της βίας, ο παλιός τρόπος ηγεσίας των συγκλητικών, είχε αρχίσει να πλανάται και πάλι στην ατμόσφαιρα.
Τις ώρες που προηγήθηκαν, ο Καίσαρας έδειχνε να περνάει φυσιολογικά την ημέρα του: πήγε στα λουτρά και γευμάτισε με τρόπο επιδεικτικό. Όταν βράδιασε, έφυγε αφήνοντας πίσω τους έμπιστους συντρόφους του. Όλα φαίνονταν φυσιολογικά και κανείς δεν παρατήρησε τίποτα όταν ο Καίσαρας γύρισε πίσω και συναντήθηκε ξανά με τους συντρόφους του στον ποταμό Ρουβίκωνα, καταμεσής της νύχτας. Τα νερά του μικρού ποταμού ήταν ορμητικά από τις καταρρακτώδεις βροχές, κάτι που ίσως προμήνυε όσα θα επακολουθούσαν. Αν και ήταν ένας συνηθισμένος ποταμός, ο Ρουβίκωνας είχε την ιδιαίτερη τιμή να αποτελεί το όριο μεταξύ των επαρχιών από τη μια, και της ιταλικής ενδοχώρας, της γης των Ρωμαίων, από την άλλη.
Από τη μια πλευρά εκτείνονταν αλλότρια εδάφη, από την άλλη η πατρίδα. Βυθισμένος στις σκέψεις του ο Καίσαρας αναλογίστηκε τις επιλογές που είχε: είτε να εισβάλει σε ρωμαϊκή γη και να βυθίσει όλον τον τότε γνωστό κόσμο στον εμφύλιο σπαραγμό, είτε να παραιτηθεί από τη διοίκηση της Γαλατίας, να επιστρέψει στη Ρώμη και να επιτρέψει στους εχθρούς του να συνεχίσουν τη βεντέτα εναντίον του στα δικαστήρια. Στη διάρκεια της ζωής του, ο Καίσαρας είχε υπάρξει μάρτυρας των καταστροφικών συνεπειών του εμφυλίου πολέμου: αιματοχυσία, τρόμος και οικογένειες που ξεκληρίζονταν. Όταν στα νιάτα του είχε αρνηθεί να χωρίσει τη σύζυγό του, είχε περάσει μήνες μέσα στον φόβο, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από κυνηγούς επικηρυγμένων που είχαν εξαπολυθεί να τον πιάσουν για να εισπράξουν την αμοιβή που δινόταν για τη σύλληψή του. Τελικά το όνομά του αφαιρέθηκε από τη λίστα με τους καταζητούμενους, αλλά η ανάμνηση από τα χρόνια που ήταν φυγάς τον συνόδευε ακόμη.
Συνηθισμένος να διατάσσει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες, τώρα ο Καίσαρας είχε μόνο μία λεγεώνα στο πλευρό του, μερικούς χιλιάδες στρατιώτες πεζικού και περίπου δύο εκατοντάδες ιππείς. Μπορεί να φανταστεί κανείς τις σκοτεινές σκέψεις που γύριζαν στον νου του καθώς κοίταζε στην άλλη όχθη του ποταμού και οι σύντροφοί του περίμεναν την απόφασή του. ” Ο κύβος ερρίφθη”, είπε τελικά.
Είχε κάνει την επιλογή του και όταν ξημέρωνε, ολόκληρος ο ρωμαϊκός κόσμος θα μάθαινε ποιο μονοπάτι είχε διαλέξει. Σε όλη του τη σταδιοδρομία ο Καίσαρας αψηφούσε την παράδοση, απέφευγε τη χρήση βίας. Τον Εμφύλιο δεν τον είχε προκαλέσει ο Καίσαρας, ήταν ένα κύμα που ξεχύθηκε καταπάνω του. Πριν από την εισβολή είχε προσπαθήσει απεγνωσμένα να διαπραγματευτεί έναν συμβιβασμό. Είχε αναζητήσει ειρηνική λύση και ουσιαστικά είχε παρακαλέσει όσους βρίσκονταν στη Ρώμη να βρουν έναν καλύτερο τρόπο να προχωρήσουν μπροστά. Εκείνοι τον αγνόησαν επανειλημμένα, είτε αρνούμενοι να του απαντήσουν είτε προβάλλοντας εντελώς παράλογες απαιτήσεις που δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν. Και ακόμη και τώρα που η χρήση βίας ήταν μονόδρομος, θα ενεργούσε με τον δικό του τρόπο- από την πρώτη γραμμή.
Πράγματι, οι επιτυχίες του στρατηγού στη Γαλατία και ο επιδέξιος λαϊκισμός του, τον είχαν ανυψώσει τόσο στα μάτια του απλού λαού, που ένα τέτοιο σενάριο δεν ήταν απίθανο. Το 52 π.Χ, τον διέταξαν να παραιτηθεί από το αξίωμά του, να διαλύσει τις λεγεώνες του και να επιστρέψει στη Ρώμη, όπου θα δεχόταν την τιμωρία που του άρμοζε.
Ο Καίσαρας δέχτηκε, μόνο αν έκανε κι ο Πομπήιος το ίδιο. Ασφαλώς και δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Η προκλητική απάντηση του Καίσαρα ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Η Σύγκλητος τον ενημέρωσε, ότι είχε τις εξής επιλογές: ή θα διέλυε αμέσως τις λεγεώνες του, ή θα τον ανακήρυσσαν εχθρό της Ρώμης.
Ο Καίσαρας γνώριζε, ότι το να μπει άοπλος στη Ρώμη, ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Γι’ αυτό αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία του με τη 13η Λεγεώνα και να διασχίσει τον Ρουβίκωνα. Με αυτή την ενέργεια, ξεκίνησε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του Καίσαρα και του Πομπήιου, ο οποίος έληξε με τη θριαμβευτική νίκη του Καίσαρα στη Μάχη των Φαρσάλων.
Το 48 π.Χ., ο Πομπήιος δολοφονήθηκε στην Αίγυπτο, από τους ανθρώπους που είχαν σταλεί για να τον υποδεχτούν.Τα επόμενα τρία χρόνια, ο Καίσαρας αντιμετώπισε τον Κάτωνα, που συνέχισε τον εμφύλιο μετά τον θάνατο του Πομπήιου. Τον κατατρόπωσε το 46 π.Χ. και ένα χρόνο μετά εξόντωσε και τον γιο του Πομπήιου, που ήταν και το τελευταίο εμπόδιο.
Τον Φεβρουάριου του 44 π.Χ., ο Καίσαρας ονομάστηκε «Dictator perpetuo», δηλαδή «ισόβιος δικτάτορας» της Ρώμης. Διατήρησε το αξίωμα μόλις για έναν μήνα. Στις 15 Μαρτίου, δολοφονήθηκε μέσα στη Σύγκλητο. Οι Συγκλητικοί τον μαχαίρωσαν 23 φορές. Λέγεται ότι λίγο πριν πεθάνει, είδε τον θετό του γιο Βρούτο, να τον πλησιάζει και να τον μαχαιρώνει. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Κι εσύ τέκνον;» Ο αθεράπευτα ρητορικός Καίσαρας. Ακόμη και την στιγμή που άφηνε τα εγκόσμια, κληρονομούσε την καθημερινότητα μας με μία ρήση, που πάντα θα συμβολίζει την προδοσία από τα αγαπημένα πρόσωπα.
Πηγή:pollsandpolitics.gr